Το θεατρικό έργο ''Γιατρός με το Στανιό'' είναι μια κωμωδία που γράφτηκε από το Μολιέρο και ανέβηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1666 στο θέατρο Palais Royal. H ιστορία του γιατρού υπήρξε αγαπημένο θέμα τόσο στη θεατρική όσο και στην κινηματογραφική πορεία. Από αρχαιοτάτων χρόνων ο κομπογιαννίτης - κερδοσκόπος γιατρός κέρδισε το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων (Μένανδρος, Πλαύτος, Τερέντιος ). Στη μολιερική κωμωδία τα μηχανικά μέσα της φάρσας παίρνοντας τη μορφή γελοιογραφίας αποδεικνύονται ως ο καλύτερος τρόπος για να σκιαγραφηθούν οι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Έτσι ο θεατής γίνεται πιο ευαίσθητος απέναντι στην ηθική αλήθεια.
Στη θεατρική παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου , ''Γιατρός με το Στανιό'' ο Σγαναρέλος ,το ρόλου του οποίου υποδύεται ο Σταύρος Νικολαΐδης, διασκεδάζει με τη νέα του εμπειρία, μαθαίνει την πομπώδη επιστημονική ορολογία την οποία δεν ξέρει να χρησιμοποιεί και εκστομίζει κενολογίες σχετικές με τη φιλοσοφία του Ιπποκράτη και του Αριστοτέλη. Mέσα από την αξιόλογη ερμηνεία του δημιουργούνται περιστατικά που προκαλούν ανατροπές και έχουν σα στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας. Τόσο ο κεντρικός ήρωας όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές του έργου, δημιουργούν ένα εναρμονισμένο σύνολο με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους που καταλήγουν σ' ένα πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα. Τα κουστούμια αποδίδουν κατά κάποιο τρόπο το πνεύμα της εποχής, ενώ το σκηνικό είναι λιτό αλλά λειτουργικό.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Τσιάνος προσπάθησε μέσα από την ελεύθερη απόδοση των διαλόγων να ενσωματώσει την διάλεκτο της Θεσσαλίας, πράγμα το οποίο επιτεύχθηκε με πολύ επιτυχημένο τρόπο χάρη στους σπαρταριστούς διαλόγους που προκαλούσαν στους θεατές γέλιο χωρίς να αλλοιώνεται η χροιά του έργου.
Επιμέλεια άρθρου : Εβίτα Γκατζιούρα
Ο σκηνοθέτης Κώστας Τσιάνος προσπάθησε μέσα από την ελεύθερη απόδοση των διαλόγων να ενσωματώσει την διάλεκτο της Θεσσαλίας, πράγμα το οποίο επιτεύχθηκε με πολύ επιτυχημένο τρόπο χάρη στους σπαρταριστούς διαλόγους που προκαλούσαν στους θεατές γέλιο χωρίς να αλλοιώνεται η χροιά του έργου.
Επιμέλεια άρθρου : Εβίτα Γκατζιούρα